- ὑδρείας
- ὑδρείᾱς , ὑδρείαdrawing waterfem acc plὑδρείᾱς , ὑδρείαdrawing waterfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καθοδηγία — η (Α καθοδηγία) [καθοδηγώ] η καθοδήγηση αρχ. (ειδ.) η υπόδειξη τού δρόμου («ὑδρείας τε τυγχάνειν καὶ καθοδηγίας», Στράβ.) … Dictionary of Greek
τάξη — Στην κοινωνιολογία κοινωνική τ. ονομάζεται το σύνολο προσώπων, που διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στην παραγωγή και τα οποία έχουν ως προοδευτική πορεία της παραγωγής τις ίδιες απέναντι άλλων προσώπων σχέσεις, που εκφράζονται και στα πράγματα, στα… … Dictionary of Greek